Η δολοφονία της Αρετής δεν συντάραξε την Πλατανιά γιατί δράστες ήταν τα αλαζονικά παιδιά του εύπορου εμπόρου Μηλιώση, αλλά και γιατί το θύμα ήταν μία «καθυστερημένη». Κι ενώ συλλογικά ο θάνατος του κοριτσιού αποδίδεται σε δυστύχημα, ο δεκατριάχρονος Ζήσης «πνίγεται». Έχει και εκείνος έναν αδελφό που πάσχει από ψυχικό νόσημα, έναν αδελφό που ουρλιάζει τις νύχτες και ζει δεμένος με λουριά σε μια σοφίτα.
Ο Ζήσης βρίσκει παρηγοριά στη μουσική, στην οποία τον μυεί η μητέρα του, μέχρι που θα ακούσει από τη βασανισμένη γιαγιά του μία μαρτυρία για κάτι που η ίδια είδε στο μακρύ σοκάκι, τον στενό δρόμο που ενώνει την πλατεία του χωριού με το νεκροταφείο. Η γιαγιά τον προειδοποιεί να μην ανταποκριθεί αν ακούσει το κάλεσμα, τη νύχτα με το ολόγιομο φεγγάρι.
Αλλά το κάλεσμα θα το ακούσει άλλος.
Στη β΄ έκδοση περιλαμβάνεται και το διήγημα «Το ότι δεν με βλέπεις εσύ δεν σημαίνει πως δεν σε βλέπω εγώ».