Ο Στέργιος, που από ένα παιχνίδι της τύχης έγινε μαθηματικός, ζει μια οικογενειακή ζωή στερημένη από έρωτα, μέχρι που το άκουσμα κάποιου ανατολίτικου μουσικού οργάνου τον συνεπαίρνει. Το νάι που τώρα παίζει με μαεστρία γίνεται αιτία να τον ερωτευτεί ένα κορίτσι πλουτίζοντάς τον με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτόν τον έρωτα τινάζοντας τα πάντα στον αέρα; Ιδού το φοβερό δίλημμα.
Για τον Βαγγέλα τον σιδερά, δίμετρο θεριακλή άντρακλα, το να γεννοβολάει η γυναίκα του Κανέλα το ένα θηλυκό πίσω απ’ τ’ άλλο ήταν καθαρή ξεφτίλα. Το πήρε το λοιπόν με φόβο το γρουσούζικο το συζυγικό κρεβάτι, και τώρα δεν ζύγωνε σε δαύτο. Η δόλια η Κανέλα πήγαινε να πλαντάξει απ’ τη στεναχώρια, μέχρι που η ξαδέρφη της η Χρύσα της έβαλε στον νου, πως της είχαν δεμένη με μάγια τη σερνικόπορτα…
Ο Βάσος γυρίζει στο χωριό και την οικογένειά του απ’ το μικρασιατικό μέτωπο μ’ ένα τραύμα και δυο λάφυρα: ένα πουγκί με λίρες και ένα δεκατετράχρονο ορφανό κορίτσι. «Τι μας την κουβάλησε εδώ την Αούτισα;» αναρωτήθηκαν οι χωριανοί, μα η Γιασεμή ήταν η κάμπια που μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα και, όταν ο Βάσος την στεφανώθηκε, ευκαιρία δεν έχαναν όλοι τους να χύσουν φαρμάκι απ’ τη ζήλια τους…
Ένας θάνατος και μια κρητική λύρα, φτιαγμένη από αγιασμένο, κάρυνο ξύλο, γίνεται η αιτία να ξανάρθουν κοντά και ν’ αγαπηθούν δυο άνθρωποι που δεν τόλμησαν να εκφράσουν ο ένας στον άλλον τον έρωτά τους στα χρόνια της νιότης τους.